Ηράκλειο: 33oC

Ο άνθρωπος που έμαθε την Ελλάδα να τρώει πατατάκια

06.11.2023, 2:40

Πώς ο Γεώργιος Τσακίρης έφτιαξε τα πρώτα ακαταμάχητα τσιπς – Η διαδρομή από το 1954, οι μεγάλοι σταθμοί και το καθοριστικό ορόσημο με την ένταξη της εταιρείας στην οικογένεια της Coca-Cola 3Ε

Σήμερα στα ράφια των σούπερ μάρκετ και πολλών άλλων καταστημάτων υπάρχουν δεκάδες μάρκες με δεκάδες ποικιλίες γεύσεων για όλα τα γούστα. Εάν όμως γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου επτά δεκαετίες πίσω, τα τσιπς πατάτας, αυτό το ακαταμάχητο έδεσμα που όταν το δοκιμάσεις δυσκολεύεσαι να σταματήσεις, ήταν παντελώς άγνωστα στη χώρα μας.

Μπορεί στη Δύση τα πατατάκια να άρχισαν να παράγονται μαζικά από τις αρχές του 20ού αιώνα, με πρώτη την εταιρεία Mikesell’s Potato Chip Company στο Ντέιτον του Οχάιο, ωστόσο στην Ελλάδα χρειάστηκε να περιμένουμε πολλά ακόμη χρόνια μέχρι το καταναλωτικό κοινό να γνωρίσει τις λεπτοκομμένες τηγανητές πατάτες μέσα στα γνωστά σακουλάκια. Και αυτό οφείλεται, εν πολλοίς, σε έναν άνθρωπο: τον Γεώργιο Τσακίρη, το όνομα του οποίου έγινε στην πορεία το πιο δημοφιλές brand στην εγχώρια αγορά.

Ανατρέχοντας στην ιστορία του επιχειρηματία που άνοιξε τον δρόμο για μια ολόκληρη κατηγορία προϊόντων, μπορεί να διακρίνει κανείς τον σημαντικό ρόλο των συγκυριών ή και των τυχαίων γεγονότων χωρίς τα οποία οι εξελίξεις ενδέχεται να είχαν πάρει διαφορετική τροπή. Ωστόσο, αυτό που αναδεικνύεται ξεκάθαρα είναι ο κυρίαρχος ρόλος του προσώπου που στην κρίσιμη στιγμή ευνοήθηκε από τις συγκυρίες εκφράζοντας το επιχειρηματικό δαιμόνιο με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο.

Οταν άρχισαν όλα

Ο Γεώργιος Τσακίρης, με μικρασιατικές ρίζες, γεννήθηκε το 1928 στη Μόρια της Μυτιλήνης, αλλά ήδη από νεαρή ηλικία αναζήτησε την τύχη του στην Αθήνα. Το 1951, στα 23 χρόνια του, άρχισε να εργάζεται στο γνωστό εστιατόριο «Ιντεάλ» επί της Πανεπιστημίου, κυρίως ως μπάρμαν. Εκεί έκατσε περίπου για δύο χρόνια, μέχρι που κατάφερε να ενταχθεί στο δυναμικό του φημισμένου «Zonars» όπου θήτευσε για λίγο ως βοηθός αρχιμάγειρα. Βέβαια, εκείνη τη στιγμή ούτε ο ίδιος μπορούσε να φανταστεί ότι μέσω του «Ζonars» θα του ανοίγονταν νέοι μεγάλοι ορίζοντες. Και τούτο καθώς κάθε μέρα είχε την υποχρέωση να παραδίδει delivery τα εδέσματα του καταστήματος στο σπίτι του καπνοβιομήχανου Κουμουνδούρου στο Κολωνάκι. Μεταξύ αυτών και μια οκά τσιπς που φτιάχνονταν στην κουζίνα του «Ζonars» μόνο για τους καλούς πελάτες του. Αλλωστε στα μέσα της δεκαετίας του ’50 τέτοιες γευστικές επιλογές ήταν ακόμη «γκουρμέ» και ασφαλώς απευθύνονταν σε πολύ λίγους που είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν περί τις 80 δραχμές για μία οκά.

Ανήσυχο πνεύμα και ευρηματικός ως άνθρωπος, ο Γεώργιος Τσακίρης δεν άργησε να δει την ευκαιρία. Αφού κάθισε κάτω και έκανε τους υπολογισμούς του στο χαρτί, κατάλαβε ότι αν ο ίδιος έφτιαχνε αυτά τα λεπτοκομμένα πατατάκια θα μπορούσε να τα πουλάει σε ανταγωνιστική τιμή καθώς το περιθώριο κέρδους ήταν μεγάλο. Ηταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό το βήμα ώστε, αγνοώντας το όποιο ρίσκο, παραιτήθηκε από του «Ζonars» και με τον τελευταίο μισθό του πήγε στο Μοναστηράκι και προμηθεύτηκε τα απαραίτητα, δηλαδή μια φουφού με κάρβουνο, μια κατσαρόλα, έναν τρίφτη για την κοπή του λάχανου, λάδι και φυσικά πατάτες.

Το πρώτο «εργαστήριο» δεν ήταν άλλο από το υπόγειο του μικρού σπιτιού όπου έμενε στη Λένορμαν. Σε αυτό τον ελάχιστο χώρο το 1954 δημιούργησε τη γενέθλια μονάδα παραγωγής των πατατοτσίπς στην Ελλάδα. Οπως έχει αφηγηθεί στο παρελθόν ο ίδιος, αμέσως πήρε την πρώτη φουρνιά των φρεσκοτηγανισμένων τσιπς και πήγε στον βιομήχανο Κουμουνδούρο προτείνοντάς του να τα αγοράζει στην τιμή των 60 δραχμών την οκά αντί των 80 δραχμών του «Ζonars». Εκείνος δέχθηκε και έγινε ο πρώτος σταθερός πελάτης του.

Παράλληλα, ξεκινά την αναζήτηση νέων πελατών στα στέκια του Κολωνακίου όπου σύχναζε η μεγαλοαστική τάξη της εποχής. Το «Ελληνικόν» πάνω στην πλατεία έγινε ο δεύτερος πελάτης του αγοράζοντας δύο οκάδες τσιπς την ημέρα, για να ακολουθήσουν αρκετά ακόμη σημεία πώλησης, όπως ζαχαροπλαστεία και κινηματογράφοι. Αυτή η πρωτόλεια μονάδα βασιζόταν αποκλειστικά στη χειρωνακτική εργασία του Γ. Τσακίρη, που αφού έκοβε και τηγάνιζε τα πατατάκια, τα συσκεύαζε σε διαφανείς νάιλον σακούλες και στη συνέχεια έκανε ο ίδιος τη διανομή με τα πόδια.

Αλλωστε δεν υπήρχε τότε η οικονομική δυνατότητα για κάτι περισσότερο. Λίγο αργότερα προμηθεύτηκε ένα ποδήλατο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και με τους πελάτες να αυξάνονται, κάνει τα πρώτα βήματα εκσυγχρονισμού με την αγορά ηλεκτρικού δίσκου και μεγαλύτερης φριτέζας, αλλά πλέον το υπόγειο του σπιτιού του είναι πολύ μικρό για να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Ετσι, το εργαστήριο μεταφέρεται σε μεγαλύτερο χώρο στην περιοχή του Μεταξουργείου και η διανομή γίνεται με μοτοποδήλατο, το οποίο στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από τρίκυκλη μοτοσικλέτα.

Στα τέλη της ίδιας δεκαετίας και με τα τσιπς του να γίνονται αγαπημένη συνήθεια πολλών περισσότερων καταναλωτών, ήταν πια φανερό ότι έπρεπε να μετακομίσει και πάλι, αναβαθμίζοντας τη δραστηριότητά του σε μικρή βιοτεχνία. Αυτή στήθηκε στο Γκάζι, με τη διαδικασία παραγωγής να γίνεται πλέον σε στάδια, ενώ τα προϊόντα «Τσακίρης» άρχισαν να διατίθενται και στα περίπτερα. Την ίδια περίοδο ο πολυμήχανος επιχειρηματίας παρουσιάζει ένα καινούριο προϊόν, τα sticks, τα οποία γίνονται αμέσως ανάρπαστα.

Ο επόμενος μεγάλος σταθμός έρχεται λίγα χρόνια αργότερα, το 1972, όταν η εταιρεία μεταφέρεται στον Ταύρο και αυξάνεται η παραγωγική της δυναμικότητα προκειμένου να ικανοποιήσει την ολοένα και μεγαλύτερη ζήτηση. Έκτοτε η διανομή γίνεται με επαγγελματικά οχήματα βαμμένα σε πορτοκαλί χρώμα και με την επωνυμία τυπωμένη στο αμάξωμα.